- ἀκροπόδιον
- ἀκρο-πόδιον, τό, Dim. of ἀκρόπους, Sor.1.101, Ptol.Alm.7.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκροπόδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποδίου — ἀκροπόδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποδίων — ἀκροπόδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποδίῳ — ἀκροπόδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόπους — ἀκρόπους ( οδος), ο (Α) το άκρο τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς η λ. αντί τού ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ. ΠΑΡ. ἀκροπόδιον] … Dictionary of Greek